Η πραγματική απάντηση στις ανάγκες μας

Είτε πρόκειται για αιολική, ηλιακή ή πυρηνική ενέργεια είτε για φυσικό αέριο, η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την παροχή χρηματοδοτικών κινήτρων στον ιδιωτικό τομέα

Ο πρόσφατος σάλος γύρω από τις σημάνσεις βιωσιμότητας της ΕΕ χάνει την ουσία. Προκειμένου να μειώσουμε τις εκπομπές και να οικοδομήσουμε ένα πραγματικά αειφόρο μέλλον, χρειαζόμαστε περισσότερες βιώσιμες δημόσιες επενδύσεις και λιγότερες επιζήμιες ιδιωτικές επενδύσεις.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σκοπό να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 και να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Για να ευοδωθούν αυτοί οι στόχοι, απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις σε πράσινα έργα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η ‘Ταξινομία της ΕΕ για τις Βιώσιμες Επενδύσεις’ υποτίθεται ότι θα συμβάλλει σε αυτό. Η ιδέα είναι ότι σαφείς σημάνσεις, που δείχνουν ποια έργα και δραστηριότητες είναι ‘βιώσιμα’, παράλληλα με ρυθμιστικά κίνητρα που θα κατευθύνουν την ιδιωτική χρηματοδότηση προς αυτή την κατεύθυνση, θα ‘εξαπολύσουν ένα πράσινο επενδυτικό κύμα’ σε όλη την Ευρώπη. Οι επενδυτές θα διοχετεύσουν χρήματα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιώσιμα έργα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα μειωθούν κατακόρυφα και η Ευρώπη θα έχει κάνει αυτό που της αναλογεί για την αποφυγή της κλιματικής καταστροφής.

Αυτός είναι ο λόγος που η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συμπεριλάβει την πυρηνική ενέργεια και το ορυκτό αέριο στον νέο της κατάλογο με τις βιώσιμες επενδύσεις έχει προκαλέσει

αναστάτωση, τόσο σε περιβαλλοντικές ομάδες όσο και σε επενδυτές, που φοβούνται ότι αυτή η ‘ψευδο-οικολογική’ σήμανση θα στερήσει κεφάλαια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή και η αιολική και θα προκαλέσει σύγχυση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

 

Στοχεύοντας στην αειφορία με οδηγό την αγορά

Τα υπέρ και τα κατά των πιθανών πηγών ενέργειας που απαιτούνται για να περιορίσουμε την πλανητική θέρμανση κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου είναι πράγματι ένα σημαντικό θέμα συζήτησης, αλλά το να εστιάζουμε στο ποιες εταιρείες λαμβάνουν έγκριση από την ΕΕ αποσπά την προσοχή μας από πιο σημαντικά ζητήματα.

Το πραγματικό πρόβλημα με την Ταξινομία της ΕΕ για τις Βιώσιμες Επενδύσεις είναι ότι αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της ΕΕ αλλά και μιας επικρατούσας κοσμοθεωρίας που θεωρούν ότι, για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, πρέπει να πειστούν οι ιδιώτες χρηματοδότες να πράξουν τα δέοντα με μια σειρά από σημάνσεις, επιδοτήσεις, κίνητρα και παραινέσεις.

Σε μια καπιταλιστική οικονομία, το χρήμα ακολουθεί την οδό της ελάχιστης αντίστασης: η χρηματοδότηση κατευθύνεται εκεί όπου το περισσότερο κέρδος μπορεί να παραχθεί με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ανεξάρτητα από το αν αυτό θα ωφελήσει την κοινωνία και χωρίς καμία έγνοια για το αν θα τη βλάψει.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που σήμερα έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Στο πλαίσιο του εξορυκτικού καπιταλισμού, οι κοινόχρηστοι φυσικοί μας πόροι ιδιωτικοποιούνται για προσωπικό όφελος. Την ώρα που τα κέρδη από την καπιταλιστική εκμετάλλευση αυτών των πόρων καταλήγουν σε ιδιώτες, τα κόστη από την επακόλουθη ρύπανση, την απώλεια βιοποικιλότητας και την πλανητική θέρμανση επιβαρύνουν κοινότητες και κράτη.

Το γεγονός και μόνο ότι οι ‘βιώσιμες επενδύσεις’ διακρίνονται από κάθε άλλη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα, είναι μια παραδοχή ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς και η επιδίωξη του ατομικού κέρδους δεν προκαλούν, κατά κανόνα, αποτελέσματα ωφέλιμα για την κοινωνία.

Συνεπώς, αυτή η ταξινομία βασίζεται σε μια αντίφαση. Η ύπαρξή της αποτελεί απόδειξη ότι οι καπιταλιστικές κεφαλαιαγορές δεν ωφελούν την κοινωνία, συχνά μάλιστα τη ζημιώνουν. Εντούτοις, είναι ενσωματωμένη σε μια ιδεολογία και εξαρτημένη από την πεποίθηση ότι πρέπει να αποταθούμε στις καπιταλιστικές χρηματοοικονομικές αγορές για να οικοδομήσουμε το βιώσιμο μέλλον που έχουμε ανάγκη και να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή.

 

Πράσινη ανάπτυξη: η κλιματική αλλαγή ως ‘επιχειρηματική ευκαιρία’

Η ιδέα ότι η καπιταλιστική ελεύθερη αγορά μπορεί να μας σώσει από την περιβαλλοντική υποβάθμιση άρχισε να έχει απήχηση τη δεκαετία του 1990, και έκτοτε παγιώθηκε με χιλιοειπωμένα συνθήματα περί ‘πράσινης ανάπτυξης’. Η περιβαλλοντική προστασία όχι μόνο δεν έβλαπτε την επιχειρηματικότητα, αλλά ήταν μια νέα ευκαιρία για την παραγωγή κέρδους.

Η ευρεία αποδοχή αυτής της προσέγγισης από όλες τις κυβερνήσεις δρομολογήθηκε μέσω του φαινομένου των ‘περιστρεφόμενων θυρών’ ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα και την πολιτική, μέσω της επιρροής των λόμπι, των εταιρικών πολιτικών δωρεών, καθώς και μέσω της δογματικής ανακήρυξης του ‘ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ’ ως απόλυτου οικονομικού στόχου.

Στο πλαίσιο αυτού του αφηγήματος περί ‘πράσινης ανάπτυξης’, υπονοείται ότι αν ο καπιταλισμός μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή μέσω νέων, βιώσιμων επιχειρηματικών ευκαιριών, τότε ο ρόλος των κυβερνήσεων είναι να διευκολύνουν αυτή τη διαδικασία, παρεμβαίνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο και προτιμώντας πάντα να προσφέρουν καρότα αντί να κραδαίνουν μαστίγια.

Η ευρωπαϊκή Ταξινομία για τη Βιωσιμότητα είναι ένα από αυτά τα καρότα. Οι εταιρείες που μπορούν να αποδείξουν ότι οι δραστηριότητές τους εμπίπτουν σε μια από τις εν λόγω πράσινες σημάνσεις, αποκτούν πρόσβαση στην αυξανόμενη δεξαμενή κεφαλαίων που προορίζονται για ‘βιώσιμες επενδύσεις’. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός χρηματοδοτούνται και αφετέρου βελτιώνουν τη φήμη τους ως επισήμως ‘βιώσιμες’, με τη βούλα της ΕΕ.

 

Το πράσινο ως απόχρωση του καφέ

Παρά τον ντόρο γύρω από τις βιώσιμες επενδύσεις, οι βρώμικες επενδύσεις συνεχίζουν να κυριαρχούν. Το 2018, από τα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν παγκοσμίως σε κάθε πτυχή του ενεργειακού τομέα, μόνο περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια κατευθύνθηκαν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου κατευθύνθηκε στα ορυκτά καύσιμα, όπου εξακολουθούν

να υπάρχουν περιθώρια για μεγαλύτερα κέρδη.

Ενώ η Ταξινομία της ΕΕ μπορεί πράγματι να επηρεάσει ένα μέρος του ιδιωτικού τομέα που επιχειρεί να καταστήσει τις δραστηριότητές του πιο βιώσιμες, εξακολουθεί να υπάρχει ένα τεράστιο εύρος οικονομικών δραστηριοτήτων που δεν είναι βιώσιμες και δεν έχουν καμία πρόθεση να γίνουν πιο βιώσιμες, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις βλάπτουν ενεργά το περιβάλλον και συμβάλλουν στην πλανητική υπερθέρμανση.

Για να έχει πραγματικό αντίκτυπο στη μείωση της ρύπανσης με διοξείδιο του άνθρακα και στην προώθηση επενδύσεων σε βιώσιμες δραστηριότητες, η ταξινομία δεν αρκεί να προσδιορίσει ποιες δραστηριότητες είναι πράσινες. Πρέπει να κατηγοριοποιήσει όλες τις δραστηριότητες κατά σειρά, αρχίζοντας από τις πιο βιώσιμες και φτάνοντας στις πιο επιζήμιες. Το σχέδιο του DiEM25’s για μια δίκαιη μετάβαση της Ευρώπης, η Πράσινη Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη, διατυπώνει μια εναλλακτική πρόταση για το τι θα συνεπαγόταν μια τέτοια ταξινομία:

  • Πρώτον, η ταξινομία πρέπει να προσδιορίζει τις περιβαλλοντικά καταστροφικές δραστηριότητες, διασφαλίζοντας ότι οι εταιρείες που επιδίδονται σε τέτοιες δραστηριότητες θα αντιμετωπίζουν άμεσες οικονομικές επιπτώσεις.
  • Δεύτερον, η ταξινομία πρέπει να εξετάζει πιο ολιστικά τον κλιματικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Όσες συμβάλλουν στη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ΔΕΝ θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ευνοϊκά, εάν την ίδια στιγμή επιδεινώνουν την κλιματική ή περιβαλλοντική καταστροφή με άλλους τρόπους.
  • Τρίτον, η ταξινομία πρέπει να υπερβεί το δυαδικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο είτε περιλαμβάνει είτε δεν περιλαμβάνει μια δεδομένη δραστηριότητα, και αντ’ αυτού να προσδιορίσει βαθμούς συμμόρφωσης ή μη με τα περιβαλλοντικά πρότυπα.

Όπως εξηγεί το έγγραφο της Πράσινης Νέας Συμφωνίας για την Ευρώπη: “έτσι διασφαλίζεται ότι οι κίνδυνοι και οι εξωτερικότητες των επενδύσεων σε μη ανανεώσιμες πηγές σταθμίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια, κάτι που αποβαίνει υπέρ της ορθής μακροπρόθεσμης τιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ως βάση τα ορυκτά καύσιμα, μειώνοντας κατακόρυφα την αγοραία αξία τους και δρομολογώντας την ομαλή εξάλειψη των εταιρειών ορυκτών καυσίμων.”

Αυτό που συμπεριλαμβάνει η Πράσινη Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη αλλά διαφεύγει από την Ταξινομία της ΕΕ είναι το γεγονός ότι, εάν και εφόσον δεν ενσωματωθεί από τις εταιρείες το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της περιβαλλοντικής ζημίας, ώστε να έχει αντίκτυπο στην κερδοφορία τους, κανένα κίνητρο και καμία σήμανση δεν πρόκειται να τις εμποδίσει να ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα.

 

Δημόσιες επενδύσεις και δημόσια ιδιοκτησία

Τα πολύ υψηλά επίπεδα επενδύσεων που είναι απαραίτητα για την ευρεία επέκταση των τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης, ώστε να μετασχηματιστούν επαρκώς οι οικονομίες μας και να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη, δεν θα προκύψουν με την παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις.

Η δημόσια και όχι η ιδιωτική χρηματοδότηση είναι η πλέον κατάλληλη για επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και στις μακροπρόθεσμα βιώσιμες υποδομές, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι οι επενδύσεις αυτές κατατείνουν σε μια δίκαιη μετάβαση, που αποφέρει κοινωνικές και όχι απλώς χρηματικές αποδόσεις.

Επιπλέον, η ενέργεια πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ως δημόσιο αγαθό και θεμελιώδες δικαίωμα. Οι υποδομές ενέργειας και ηλεκτρισμού πρέπει να εξαιρεθούν από τη μονοπωλιακή ιδιοκτησία με σκοπό το ιδιωτικό κέρδος και να αναπτυχθούν νέα, εθνικοποιημένα και δημοκρατικά μοντέλα ιδιοκτησίας.

Η πολιτική πλατφόρμα του DiEM25 έχει διατυπώσει το σχέδιο για ένα τέτοιο Πρόγραμμα Πράσινων Δημόσιων Έργων, το οποίο θα χρηματοδοτείται από ομόλογα που θα εκδίδουν οι δημόσιες τράπεζες της Ευρώπης και θα συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Στην Πράσινη Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη υπογραμμίζεται ότι: “η μαζική επέκταση του ρόλου της δημόσιας χρηματοδότησης θέτει υπό αμφισβήτηση τις επικίνδυνες, κοντόφθαλμες και κερδοσκοπικές δραστηριότητες της παγκόσμιας χρηματοοικονομίας – ενώ παράλληλα επαναπροσανατολίζει τη συζήτηση προς την επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος, της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της οικονομικής δικαιοσύνης.”

Δεν μπορούμε να βασιστούμε στο ίδιο σύστημα χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, που δημιούργησε την περιβαλλοντική κρίση, για βγούμε από αυτήν.

Και απαιτούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερα από πράσινες σημάνσεις και παραινέσεις.