Ο χαρακτηρισμός από την ΕΕ του φυσικού αερίου ως ‘βιώσιμου’ υπονομεύει τον στόχο της ίδιας της ΕΕ για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, αντιβαίνει στις συστάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), αύξηση του κόστους διαβίωσης και οικονομική αστάθεια.
Η συμπερίληψη του ορυκτού αερίου στην ταξινομία βιώσιμων επενδύσεων θα οδηγήσει σε εμπέδωση της υπάρχουσας κατάστασης, όχι στην ανάληψη της ριζοσπαστικής δράσης που απαιτείται για τον πραγματικό μετασχηματισμό της οικονομίας και των ενεργειακών συστημάτων στα οποία βασίζεται, προκειμένου να επιτευχθεί ο κρίσιμος στόχος συγκράτησης της πλανητικής θέρμανσης κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
25 φορές πιο Επικίνδυνο από το Διοξείδιο του Άνθρακα
Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για την ενέργεια και τη θέρμανση είναι κυρίως το μεθάνιο, ένα από τα πλέον επικίνδυνα αέρια του θερμοκηπίου που προκαλούν την πλανητική υπερθέρμανση – περίπου 25 φορές πιο δραστικό από το διοξείδιο του άνθρακα, όσον αφορά τη θερμότητα που παγιδεύει εντός της ατμόσφαιρας. Παρότι το ορυκτό αέριο ευθύνεται για λιγότερες εκπομπές ανά κιλοβατώρα παραγόμενης ενέργειας σε σχέση με τον άνθρακα, παραμένει ένα από τα τρία ορυκτά καύσιμα που κατά κύριο λόγο προκαλούν την κλιματική αλλαγή, των οποίων η χρήση πρέπει να σταματήσει για να περιοριστούν οι εκπομπές.
Τα παραπάνω συνιστούν το θεωρητικά ‘βέλτιστο σενάριο’. Όμως τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη το τεράστιο πρόβλημα των ‘διαφυγουσών εκπομπών’, δηλαδή του μεθανίου που διαφεύγει κατά τη διάρκεια των διαδικασιών γεώτρησης, εξόρυξης και μεταφοράς, το οποίο απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα στην ανεπεξέργαστη και πιο επικίνδυνη μορφή του. Ακόμη και χαμηλά επίπεδα διαρροής διαφυγουσών εκπομπών έχουν τεράστιο αντίκτυπο στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η αύξηση της παροχής ορυκτού αερίου αυξάνει τον κίνδυνο που ενέχουν αυτές οι αφανείς διαρροές μεθανίου και αναιρεί κάθε πιθανή αιτιολόγηση για τη συμπερίληψη του αερίου στη λίστα με τις βιώσιμες επενδύσεις.
Ο χαρακτηρισμός από πλευράς ΕΕ αυτού του επικίνδυνου αερίου του θερμοκηπίου ως ‘βιώσιμου’ αντιβαίνει, επιπλέον, στις συστάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία έχει αποφανθεί ότι οι εκπομπές μεθανίου πρέπει να μειωθούν κατά 35% μεταξύ 2010 και 2050, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Συνεπώς, η συμπερίληψη του αερίου στην ταξινομία βιώσιμων επενδύσεων της ΕΕ είναι ασύμβατη με τον στόχο που έχει θέσει η ίδια για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.
Ψευδο-οικολογική Συνείδηση και Καμπανάκια
Το ορυκτό αέριο, όπως και η πυρηνική ενέργεια, έχουν ενταχθεί στην ταξινομία ως ‘μεταβατικές’ πηγές ενέργειας. Υποτίθεται ότι, μέχρι οι νέες τεχνολογίες και η ευρεία επέκτασή τους να μας επιτρέψουν να τροφοδοτήσουμε την οικονομία εξ ολοκλήρου με αιολική και ηλιακή ενέργεια, χρειαζόμαστε περισσότερο φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια για να καλύψουμε τα κενά, στην προσπάθειά μας να απαλλαγούμε από τον άνθρακα.
Ενώ πρέπει επειγόντως να αντικατασταθεί το 13% της ενέργειας στην Ευρώπη που παράγεται ακόμα από την καύση άνθρακα, πάνω από το 20% της ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ παράγεται ήδη από αέριο. Αντί να κατευθύνει τις χρηματοοικονομικές ροές προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα, που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα βαθιές μειώσεις των εκπομπών, η συμπερίληψη του φυσικού αερίου στην ταξινομία θα διοχετεύσει περισσότερες επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές οι μονάδες παραγωγής ενέργειας έχουν διάρκεια ζωής δεκαετιών, αυτό θα διαιωνίσει την υφιστάμενη κατάσταση και θα οδηγήσει σε αναγκαστική μακροχρόνια δέσμευση περιουσιακών στοιχείων έντασης εκπομπών.
Εντωμεταξύ, η βιομηχανία φυσικού αερίου πανηγυρίζει. Ένα λόμπι πετρελαίου και αερίου στην Αυστραλία, που εξάγει περίπου 80 εκατομμύρια τόνους υγροποιημένου φυσικού αερίου κάθε χρόνο, ήδη θεωρεί αυτή την ταξινομία της ΕΕ ευκαιρία να επεκτείνει την εξερεύνηση για νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου, προκειμένου να συμβάλει στη “διεθνή απεξάρτηση από τον άνθρακα”. Όταν τα λόμπι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ενθουσιάζονται με την εισαγωγή ενός νέου κριτηρίου “βιώσιμων επενδύσεων”, είναι σαφέστατο καμπανάκι ότι μιλάμε για greenwashing, για προβολή μιας ψευδο-οικολογικής συνείδησης.
Πολιτικά συμφέροντα, κίνδυνοι για την ασφάλεια και αύξηση των τιμών
Η απόφαση για την εν λόγω ταξινόμηση δεν αποτελεί έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς τα συμφέροντα και την πολιτική των ισχυρών της ΕΕ. Η Γαλλία τροφοδοτεί σχεδόν το 60% του εθνικού ενεργειακού της δικτύου με πυρηνική ενέργεια. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες παροπλίζει τα εργοστάσιά της προκειμένου να αφαιρέσει την πυρηνική ενέργεια από το ενεργειακό της μείγμα. Μέχρι πρόσφατα προσδοκούσε σε νέες εισαγωγές ρωσικού αερίου μέσω του αμφιλεγόμενου αγωγού Nord Stream-2, ώστε να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ενεργοβόρα βιομηχανία της. Παρά τις διαμαρτυρίες των λιγότερο ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών, ο προφανής συμβιβασμός είναι ότι, αν η Γαλλία μπορεί να χρησιμοποιεί πυρηνική ενέργεια, τότε και η Γερμανία θα μπορεί να χρησιμοποιεί φυσικό αέριο.
Η αύξηση των επενδύσεων στο φυσικό αέριο συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η πρόσφατη εισβολή στην Ουκρανία και οι συναφείς κυρώσεις καταδεικνύουν τον κίνδυνο της εξάρτησης της Ευρώπης σε τόσο μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο ως πηγή ενέργειας. Παρά τη στάση της απέναντι στο νέο έργο Nord-Stream 2, η ΕΕ δεν έχει αναστείλει την εισαγωγή φυσικού αερίου από τους υφιστάμενους ρωσικούς αγωγούς – οι οποίοι το 2019 αντιπροσώπευαν το 41% του συνόλου του φυσικού αερίου που εισάγεται στην ΕΕ. Έτσι, ακόμη και τώρα, που η Ρωσία διεξάγει πόλεμο στην Ουκρανία και η ΕΕ εκδίδει έντονες ανακοινώσεις και εφαρμόζει οικονομικές κυρώσεις, το ρωσικό φυσικό αέριο εξακολουθεί να τροφοδοτεί τα γερμανικά εργοστάσια.
Καθώς η σύγκρουση με τη Ρωσία συνεχίζεται στην Ευρώπη, οι χώρες της ΕΕ που εξαρτώνται από το φυσικό αέριο ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ενεργειακές ελλείψεις, οι οποίες θα ανεβάσουν το κόστος θέρμανσης και ηλεκτροδότησης των σπιτιών, καθώς και το κόστος των καθημερινών αγαθών. Ο αντίκτυπος θα βαρύνει τελικά τα νοικοκυριά. Αυτός ο πληθωρισμός που προκαλείται από την αύξηση των τιμών της ενέργειας μπορεί να ωθήσει τις εθνικές οικονομίες της ΕΕ ξανά σε ύφεση, αυξάνοντας την ανεργία και εξαπολύοντας, ενδεχομένως, ένα νέο κύμα μέτρων λιτότητας που θα πλήξει περαιτέρω τους καθημερινούς ανθρώπους.
Εξασφάλιση ενέργειας για ένα πραγματικά βιώσιμο μέλλον
Η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει μια πιο τολμηρή προσέγγιση στην ταξινομία των βιώσιμων επενδύσεων, καθιστώντας τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν και εκπέμπουν ρύπους μη κερδοφόρες και προωθώντας παράλληλα τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Η ΕΕ πρέπει επίσης να καταστήσει ξανά υπεύθυνες τις κυβερνήσεις και όχι τον ιδιωτικό τομέα για την οικολογική μετάβαση και να αποδεσμεύσει τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και ρύπων, μέσω πράσινων ομολόγων και πράσινων δημόσιων έργων, όπως περιγράφεται στην Πράσινη Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη του DiEM25.
Τέλος, πρέπει να αμφισβητήσουμε το μοντέλο της αδιάκοπης και εκθετικής οικονομικής επέκτασης, πάνω στο οποίο βασίζεται το αφήγημα των βιώσιμων επενδύσεων και της “πράσινης ανάπτυξης”. Παρά τη ρητορική δεκαετιών γύρω από την κυκλικότητα, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την αποϋλοποίηση, οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα συνεχίζουν να αυξάνονται. Πολύ απλά, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να “αποσυνδεθεί” από τις εκπομπές άνθρακα, τη χρήση φυσικών πόρων, τη ρύπανση και την απώλεια βιοποικιλότητας.
Χωρίς συστημική και δομική οικονομική αλλαγή, ακόμη και οι μεγαλύτερες πρόοδοι στην ενεργειακή αποδοτικότητα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αρκούν για να αποτρέψουν την καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη. Εάν το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξανόταν επ’ αόριστον με ρυθμό 3% κάθε χρόνο, η ποσότητα ενέργειας που θα απαιτούσε η λειτουργία της οικονομίας θα αυξανόταν επίσης εκθετικά. Αυτό δεν οδηγεί παρά στην εντελώς μάταιη επιδίωξη για αύξηση της προσφοράς ενέργειας με ταυτόχρονη συγκράτηση των εκπομπών.
Η εσωτερική λογική του καπιταλιστικού συστήματος επιβάλλει την ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης, αλλιώς η οικονομία καταρρέει. Αναγκαζόμαστε έτσι να παράγουμε και να καταναλώνουμε όλο και περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ούτε την αξία ούτε τον σκοπό τους, αλλά ούτε και τις επιπτώσεις στους ανθρώπους και τον πλανήτη. Είτε τροφοδοτείται με φυσικό αέριο, είτε με πυρηνική ενέργεια, είτε με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αδιάκοπη αύξηση του ΑΕΠ μεταφράζεται σε αμελητέο όφελος για την πραγματική βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Αντιθέτως, καταλήγει στους ήδη πλούσιους και αυξάνει την ανισότητα.
Ο επαναπροσδιορισμός της ενέργειας ως δημόσιου αγαθού και θεμελιώδους δικαιώματος, καθώς και η υπαγωγή της χρηματοδότησης και των επενδύσεων σε βιώσιμα έργα υπό δημοκρατικό έλεγχο, θα διασφαλίσει ότι η οικονομική δραστηριότητα διεξάγεται πράγματι με σκοπό το μακροπρόθεσμο όφελος των ανθρώπων και όχι τα βραχυπρόθεσμα κέρδη των ιδιωτών επενδυτών.
Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία που παρουσιάζεται, όχι μόνο για να απορρίψουμε τον χαρακτηρισμό των επενδύσεων σε φυσικό αέριο ως “βιώσιμων”, αλλά και για να επανεξετάσουμε εξ ολοκλήρου τους οικονομικούς μας δείκτες και να αναπροσανατολίσουμε τα οικονομικά μας συστήματα προς δραστηριότητες με χαμηλές εκπομπές ρύπων, με κοινωνική χρησιμότητα, που δημιουργούν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και πραγματικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, αντί να προσθέτουν κι άλλα μηδενικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εξωφρενικά πλούσιων.
Πρόσθεσε το όνομά σου στην έκκληση προς τα μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων να καταψηφίσουν τον χαρακτηρισμό του αερίου ως ‘βιώσιμου’ και απαίτησε: Don’t Paint it Green!